ἑπτάετες

ἑπτάετες
ἑπταέτης
seven years old
masc/fem voc sg
ἑπταέτης
seven years old
neut nom/voc/acc sg
ἑπταετής
seven years old
masc/fem voc sg
ἑπταετής
seven years old
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επταετής — ές (AM ἑπταετής, ές, Α και ἑπταετής, ἑπταέτις, ἑπταετές) 1. ηλικίας επτά ετών 2. διάρκειας επτά ετών αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) ἑπταετές επί επτά έτη, για επτά ολόκληρα χρόνια …   Dictionary of Greek

  • Μενέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την ομηρική παράδοση, ήταν ήρωας και βασιλιάς της Σπάρτης. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ήταν γιος του Ατρέα, σύμφωνα όμως με τη μεταομηρική παράδοση ήταν γιος του Πλεισθένη και, κατά συνέπεια, εγγονός του Ατρέα. Είχε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”